συνταράσσει

συνταράσσει
συνταράσσω
throw into confusion
pres ind mp 2nd sg
συνταράσσω
throw into confusion
pres ind act 3rd sg
συνταράσσω
throw into confusion
pres ind mp 2nd sg
συνταράσσω
throw into confusion
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνταρακτικός — ή, ό, Ν αυτός που συνταράσσει («έμαθα συνταρακτικά νέα»). επίρρ... συνταρακτικά Ν με τρόπο που συνταράσσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνταράσσω + κατάλ. ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δανιήλ Πετρούλια] …   Dictionary of Greek

  • ανακατωσιάρης — ιάρα, ιάρικο [ανακάτωσις] 1. αυτός που αναμιγνύεται σε ξένες υποθέσεις 2. ραδιούργος, συκοφάντης 3. αυτός που ανακατώνει, που συνταράσσει τα πάντα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”